- κινησιολογία
- η1. χαρακτηρισμός τής γενικής έρευνας τών κινήσεων τού σώματος και τής κινητικής διαδικασίας κατά τη διεξαγωγή μιας εργασίας με στόχο τη βελτιστοποίηση τών κινήσεων2. ιατρ. η μελέτη τού τρόπου χρησιμοποίησης τών κινήσεων για τις ανάγκες τού ανθρώπου3. διδασκαλία τρόπων κατάλληλης κίνησης τού σώματος ή τών μελών στο θέατρο και στον χορό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kinesiology < kinesi- (< κίνησις) + -logy (< μσν. αγγλ. -logie < αρχ. γαλλ. -logie (< λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.